Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ψωμὶ, τὸ


Ερμηνεία:

[ἄρτος, τεμάχιο ἄρτου (τό προϊόν τοῦ ψησίματος ζυμαρίου ἀπό σταρένιο αλεύρι, νερό, ἅλατι καί μαγιά)]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) < ψωμός (τεμάχιο, όσο χωράει στο στόμα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μπουκιά, ὁ βλωμός, μία δαγκωνιά) < τό ψωμίον, τοῦ ψωμίου (Καινή Διαθήκη: Ιωαν. 4 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον…[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: